- πριμίπιλος
- ὁ, Μο εκατόνταρχος τού πρώτου λόχου τών τριαρίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. primipilus «εκατόνταρχος τού πρώτου λόχου τών τριαρίων» (< λατ. primus «πρώτος» + pilus «ο πρώτος λόχος τών τριαρίων»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.